- μελισσοτόκων
- μελισσότοκοςproduced by beesmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λοχεύω — (Α) [λόχος] 1. τίκτω, γεννώ («Νύμφη ἐλόχευσε Διὸς παῑδα»,Ύμν. Ερμ.) 2. (για πατέρα) αποκτώ τέκνο 3. (για γυναίκα κυοφορώ, είμαι έγκυος 4. (για μαία) βοηθώ την επίτοκο να γεννήσει, ξεγεννώ («ποῡ; τίς λοχεύει σ ; ἢ μόνη μοχθεῑς τάδε;» Ευρ.) 5.… … Dictionary of Greek
μελισσότοκος — μελισσότοκος, ον (Α) 1. αυτός που έχει γεννηθεί ή παραχθεί από μέλισσα 2. μτφ. αυτός που είναι γλυκός, μελωδικός σαν μέλι («μελισσοτόκων ύμνων», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. λυσί τοκος, πυρί τοκος. Η… … Dictionary of Greek